Σάββατο 17 Ιουνίου 2017

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ
ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
1830 - 2016
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
(17.218 λήμματα, 5.700 φωτογραφίες, 2.816 σελίδες, 4 τόμοι)



Η νέα έκδοση του έργου περιλαμβάνει σε τέσσερις τόμους τις σημαντικότερες προσωπικότητες του Ελληνισμού που έδρασαν σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής στην Ελλάδα και την Κύπρο: πολιτική, οικονομία, εκκλησία, επιστήμη, παιδεία, γράμματα, τέχνες κ.ά. Περιέχονται σύντομα βιογραφικά σημειώματα, επιλεγμένα με αξιολογικά κριτήρια, για 17.218 πρόσωπα και 5.700 ενδεικτικά φωτογραφικά πορτρέτα. Κυκλοφόρησε το 2011 σε πρώτη έκδοση και από το 2017 κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση από τις Εκδόσεις Historia με διευθυντές σύνταξης τους Δημοσθένη Κούκουνα και Νατάσα Κούκουνα. Κεντρική διάθεση: Βιβλιοπωλείο HISTORIA, Υψηλάντου 5, Κολωνάκι, τηλ. 210 7255962.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2017

ΘΕΟΦΙΛΟΣ (1862-73)



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΘΕΟΦΙΛΟΣ



Βλαχοπαπαδόπουλος Θεόφιλος (1790-1873). Μητροπολίτης Αθηνών. Γεννήθηκε στην Πάτρα και με σύσταση του Παλαιών Πατρών Γερμανού σπούδασε στην Πατριαρχική Σχολή Κωνσταντινούπολης, από την οποία αποφοίτησε το 1819 και χειροτονήθηκε διάκονος. Υπηρέτησε ως διάκονος του Μητροπολίτη Γερμανού και μετά την ιστορική συνάντηση της Βοστίτσας τον συνόδευσε στην Ιταλία. Στη συνέχεια επέστρεψε στην Πάτρα και μέχρι το 1828 υπήρξε επίτροπος του χηρεύοντος μητροπολιτικού θρόνου. Το 1832 διορίσθηκε τοποτηρητής και πρωτοσύγκελος στη Μητρόπολη Πατρών, παραμένοντας ως πρωτοσύγκελος μέχρι το 1851, οπότε εξελέγη Μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Το 1862 εξελέγη Μητροπολίτης Αθηνών.
Δ. Κούκουνας
Πηγή:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1830-2016
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2016, Α΄ Τόμος

ΜΙΣΑΗΛ (1861-62)



ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ

ΜΙΣΑΗΛ



Αποστολίδης Μισαήλ (1789-1862). Μητροπολίτης Αθηνών. Γεννήθηκε στα Χανιά και από νεαρής ηλικίας εισήχθη στη Μονή Γωνιάς στην Κρήτη, όπου έμαθε τα πρώτα γράμματα και χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος. Από εκεί πήγε στη Σμύρνη και υπήρξε μαθητής του Κωνσταντίνου Οικονόμου στο Φιλολογικό Γυμνάσιο, ενώ το 1815 κλήθηκε από την Ελληνική Κοινότητα Βιέννης και ανέλαβε εφημέριος του εκεί ορθόδοξου ναού και παράλληλα δάσκαλος, επισύροντας για το ήθος του την προσοχή του τσάρου της Ρωσίας Αλεξάνδρου Α΄, ο οποίος τον παρασημοφόρησε. Δύο χρόνια αργότερα τον κάλεσε η Ελληνική Κοινότητα Τεργέστης και εγκαταστάθηκε εκεί επί 15 χρόνια ως εφημέριος και δάσκαλος. Το 1832 τον κάλεσε στο Μόναχο ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος για να διδάξει την ελληνική γλώσσα στον νεοεκλεγέντα βασιλιά της Ελλάδος Όθωνα, τον οποίο και ακολούθησε όταν έφθασε στην Ελλάδα. Καθώς κατά την παραμονή του στη Βιέννη και την Τεργέστη είχε μάθει λατινικά, γερμανικά και γαλλικά, χρησιμοποιήθηκε από το ελληνικό κράτος για να διδάξει σε διάφορα σχολεία και του ανατέθηκε η διεύθυνση της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής. Όταν το 1837 ιδρύθηκε το Πανεπιστήμιο Αθηνών υπήρξε ένας από τους πρώτους 28 καθηγητές που διορίσθηκαν, ενώ το 1850 διορίσθηκε και γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Ήταν τοποθετημένος υπέρ του αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Ελλάδος και τις θέσεις του υποστήριξε αποτελεσματικά στην Κωνσταντινούπολη και στην Πετρούπολη, όπου στάλθηκε για να αναγνωρισθεί η Ελλαδική Εκκλησία. Το 1852 εξελέγη Μητροπολίτης Πατρών και το 1861 Μητροπολίτης Αθηνών. Υπήρξε συνιδρυτής της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας.
Δ. Κούκουνας
Πηγή:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1830-2016
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2016, Α΄ Τόμος

ΜΕΛΕΤΙΟΣ (1918-20)



ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΜΕΛΕΤΙΟΣ



Μεταξάκης Μελέτιος (1871-1935). Μητροπολίτης Κιτίου, έπειτα Μητροπολίτης Αθηνών και διαδοχικά Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και Αλεξανδρείας. Γεννήθηκε στο χωριό Παρσάς Λασηθίου και σε ηλικία 18 ετών στάλθηκε κοντά στον θείο του που ήταν ιερέας στα Ιεροσόλυμα. Σπούδασε στην Ιερατική Σχολή του Παναγίου Τάφου και στη Θεολογική Σχολή Τιμίου Σταυρού των Ιεροσολύμων. Το 1891 χειροτονήθηκε διάκονος και το 1903 διορίσθηκε αρχιγραμματέας του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Το 1907 εκπροσώπησε το πατριαρχείο στις διαπραγματεύσεις για το αρχιεπισκοπικό ζήτημα που είχε προκύψει στην Κύπρο, ενώ το 1910 εξελέγη Μητροπολίτης Κιτίου. Το 1918 διαδέχθηκε τον Μητροπολίτη Αθηνών Θεόκλητο Α΄ και παρέμεινε μέχρι τον Νοέμβριο 1920, οπότε επανήλθε στον θρόνο ο Θεόκλητος. Τον επόμενο Φεβρουάριο έφθασε στην Αμερική και οργάνωσε την Αρχιεπισκοπή Βορείου και Νοτίου Αμερικής. Παρέμεινε μέχρι τον Νοέμβριο 1921, οπότε εξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Επί των ημερών του πέρασαν στη δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου όλες οι ελληνορθόδοξες εκκλησίες Ευρώπης, Αμερικής και Αυστραλίας, καθώς και οι ορθόδοξες εκκλησίες Τσεχοσλοβακίας, Εσθονίας και Φινλανδίας, ενώ ίδρυσε τη Μητρόπολη Θυατείρων και Εξαρχία Δυτικής Ευρώπης. Επίσης αναγνώρισε τις αγγλικανικές χειροτονίες και υιοθέτησε τη μεταρρύθμιση του ημερολογίου. Τον Ιούλιο 1923 πήγε στο Άγιον Όρος και από εκεί παραιτήθηκε από τον οικουμενικό θρόνο, ενώ στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στην Κηφισιά. Το 1926 εξελέγη Πατριάρχης Αλεξανδρείας και μία από τις πρώτες ενέργειές του ήταν να υιοθετήσει το γρηγοριανό ημερολόγιο, ενώ επεξέτεινε τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου και πρόσθεσε στον τίτλο του «και πάσης Αφρικής».
Δ. Κούκουνας
Πηγή:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1830-2016
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2016, Γ΄ Τόμος

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ (1962-67)



ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ



Χατζησταύρου Χρυσόστομος Β΄ (1880-1968). Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Γεννήθηκε στο Αϊδίνιο Μικράς Ασίας και, αφού ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σχολή Αρώνη της Σμύρνης και στο Γυμνάσιο Βαθέος Σάμου, φοίτησε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία εξήλθε αριστούχος το 1902. Αμέσως μετά χειροτονήθηκε διάκονος από τον τότε Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο Καλαφάτη, τον μετέπειτα μάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης, του οποίου υπήρξε στενός συνεργάτης μέχρι τη μικρασιατική καταστροφή. Η υπηρεσία του εκεί στη Μητρόπολη Δράμας, στα χρόνια εκείνα, ήταν συνδεδεμένη με τον εθνικό αγώνα εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και οι κίνδυνοι ήταν καθημερινοί. Προδόθηκε στους Τούρκους που άρχισαν να τον καταζητούν, κι εκείνος για να τους αποφύγει μπόρεσε να φτάσει κρυφά στην Πόλη και κατέφυγε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εκεί κρύφτηκε για αρκετό διάστημα και εκεί πληροφορήθηκε ότι τον Μάρτιο 1906 το Στρατοδικείο Θεσσαλονίκης τον είχε καταδικάσει σε τετραετή φυλάκιση. Προ του κινδύνου να βρεθεί και να φυλακισθεί, ο νεαρός διάκονος σχεδίασε τη φυγή του από την Πόλη. Έφυγε για τη Λωζάννη, όπου εκεί του δόθηκε η ευκαιρία να συνεχίσει τις σπουδές του. Εν τω μεταξύ, ο Μητροπολίτης προστάτης του στη Δράμα αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες, διότι εκτός από τους κομιτατζήδες, τον κυνηγούσαν και οι Τούρκοι. Για λόγους πρόνοιας, το Πατριαρχείο μεταθέτει τον Χρυσόστομο στη Μητρόπολη Σμύρνης. Ενημερώνεται και ο διάκονός του, που βρισκόταν στην Ελβετία, και επιστρέφει στη Σμύρνη. Αμέσως μετά εκλέγεται σε Βοηθό Επίσκοπο του Μητροπολίτη Σμύρνης. Τον Μάρτιο 1913 εξελέγη Μητροπολίτης Φιλαδελφείας, αλλά η δράση του ήταν τόσο ενοχλητική για την Τουρκία, που μεθοδεύθηκε μια κατηγορία εναντίον του ώστε να δικασθεί και να καταδικασθεί σε θάνατο, αλλά η ποινή δεν εκτελέσθηκε ύστερα από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων. Το 1918 ο Πατριάρχης τον κάλεσε στην Πόλη για να παραμείνει ως Συνοδικός. Σύντομα όμως επανήλθε στην επαρχία του, για να οργανωθεί ο ελληνικός πληθυσμός εν όψει της αφίξεως του Ελληνικού Στρατού που κατέλαβε ύστερα από συμμαχική εντολή τη Μικρά Ασία. Κατά την Ελληνική Κατοχή πρόσφερε νέες υπηρεσίες και όταν έγινε γνωστή η καταστροφή του Αϊδινίου, το Οικουμενικό Πατριαρχείο απέστειλε εκεί τον Χρυσόστομο Χατζησταύρου, ως τοποτηρητή της Μητροπόλεως Ηλιουπόλεως και Θείρων, που είχε έδρα το Αϊδίνιο και που τότε ήταν χηρεύουσα. Την εποχή της Μικρασιατικής Εκστρατείας, το Οικουμενικό Πατριαρχείο τον προήγαγε στη Μητρόπολη Εφέσου, που είχε κενωθεί. Ακολουθώντας και ο ίδιος τη μοίρα των άλλων προσφύγων, βρέθηκε μετά την Καταστροφή στην Αθήνα. Με πατριαρχική εντολή διορίσθηκε αμέσως Αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στις αρχές του 1923, ύστερα από εντολή της ελληνικής κυβερνήσεως, ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος συνέταξε έκθεση για τις τουρκικές ωμότητες, που χρησιμοποιήθηκε στη Λωζάνη για την υποστήριξη των ελληνικών θέσεων. Το 1924 του προτάθηκε να αναλάβει τη Μητρόπολη Ρόδου, την εποχή που η Δωδεκάνησος βρισκόταν υπό ιταλική κατοχή και μάλιστα σε περίοδο εκστρατείας ιταλοποιήσεως. Τελικά μετατέθηκε στη Μητρόπολη Βεροίας και Ναούσης. Για ένα πολύ μικρό διάστημα όμως, διότι μετά από λίγους μήνες, τον Δεκέμβριο 1924, το Πατριαρχείο τον μετέθεσε οριστικά στη νεοσύστατη Μητρόπολη Καβάλας και Νέστου, που από το 1930 μετονομάσθηκε σε Φιλίππων και Νεαπόλεως με έδρα την Καβάλα. Στα σχεδόν σαράντα χρόνια που ποίμανε αυτή την εθνικά κρίσιμη περιφέρεια, άφησε μεγάλο λειτουργικό και κοινωνικό έργο. Η δράση του ήταν πολύπλευρη, όπως πάντα στη ζωή του, και ο ίδιος ήταν ακάματος αγωνιστής. Μέχρι το 1940, που η Ελλάδα ενεπλάκη στον πόλεμο, το έργο του είχε προκαλέσει πανελλήνιο θαυμασμό. Τον Απρίλιο 1941, όταν οι Βούλγαροι εισήλθαν στη Θράκη ως κατακτητές και άρχισαν πολιτική εκβουλγαρισμού, ο Χρυσόστομος προσπάθησε να αποφύγει την εκδίωξή του από την Καβάλα, όμως υποχρεώθηκε να απομακρυνθεί και τελικά να καταφύγει στην Αθήνα ως πρόσφυγας. Πήρε μέρος στη Σύνοδο της Ιεραρχίας που τον Ιούλιο 1941 αποκατέστησε στον αρχιεπισκοπικό θρόνο τον Δαμασκηνό, ενώ ο ίδιος ανέλαβε την προεδρία του Εθνικού Οργανισμού Χριστιανικής Αλληλεγγύης. Μετά την Απελευθέρωση επέστρεψε στην Καβάλα και ανέλαβε και πάλι τα καθήκοντά του. Το 1960, ύστερα από πρωτοβουλία οργανώσεων και σωματείων, γιορτάσθηκε η πεντηκονταετηρίδα της αρχιεροσύνης του Χρυσοστόμου. Το 1961, όταν συνεκλήθη η Α’ Πανορθόδοξη Διάσκεψη στη Ρόδο, του ανατέθηκε η προεδρία της. Τον Ιανουάριο 1962, μετά τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Θεόκλητου Παναγιωτόπουλου, νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών εξελέγη ο Ιάκωβος Βαβανάτσος, ο οποίος όμως εξαναγκάσθηκε μετά λίγες ημέρες να παραιτηθεί. Στη νέα εκλογή, που πραγματοποιήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου 1962, ο Χρυσόστομος εξελέγη Αρχιεπίσκοπος. Επί των ημερών του προκλήθηκε ένταση στις σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας, καθώς κηρύχθηκαν έκνομες οι αποφάσεις της Ιεραρχίας για την πλήρωση κενών θέσεων (Νοέμβριος 1965), ενώ στα δογματικά ζητήματα παρέμενε σταθερός, ιδίως σε σχέση με τη νέα πορεία που ακολούθησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Αθηναγόρας.Το 1966 με το Ν.Δ. 4589 είχε καθορισθεί για τους Ιεράρχες, πλην του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, το 80ό έτος ως όριο ηλικίας. Μετά την 21η Απριλίου 1967, μία από τις πρώτες κινήσεις του στρατιωτικού καθεστώτος ήταν να κηρύξει σε χηρεία τον αρχιεπισκοπικό θρόνο, ζώντος του Χρυσοστόμου, αφού με τον υπ’ αριθ. 3 Α.Ν. επεξέτεινε το όριο ηλικίας, που ίσχυε για τους Μητροπολίτες, και στον Αρχιεπίσκοπο. Ήδη από τις πρώτες ημέρες μετά την κήρυξη της δικτατορίας παρουσιάστηκε στα παρασκήνια μια κινητικότητα με στόχο την απομάκρυνση του Αρχιεπισκόπου, προκειμένου να αναδειχθεί νέος Αρχιεπίσκοπος. Έγιναν προσπάθειες να πεισθεί να παραιτηθεί και για να το επιτύχουν αυτό, του ελέχθη ότι με την παραίτησή του θα διευκολύνει την επίλυση του Κυπριακού, διότι ως αντικαταστάτης του θα εκλεγεί ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος απομακρυνόμενος από την Κύπρο και αφίνοντας το πεδίο ελεύθερο για την εξεύρεση πολιτικής λύσεως του Κυπριακού. Αρνήθηκε να συγκατανεύσει στην απομάκρυνσή του, ωστόσο όμως στις 13 Μαΐου 1967 εξελέγη ο Ιερώνυμος Κοτσώνης ως νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών. Ο Χρυσόστομος μετά την αντικατάστασή του, τον Μάιο του 1967, ιδιώτευε στην Αθήνα με τον τίτλο του «πρώην Αθηνών και Πάσης Ελλάδος». Η υγεία του επιδεινώθηκε και στις 28 Μαΐου 1968 εισήχθη με γαστρορραγία στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού για να αποβιώσει στις 9 Ιουνίου 1968.
Δ. Κούκουνας
Πηγή:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1830-2016
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2016, Δ΄ Τόμος

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ (1938-41)



ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ



Φιλιππίδης Χρύσανθος (1881-1949). Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, από Τραπεζούντος. Γεννήθηκε στην Κομοτηνή και σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης, από την οποία αποφοίτησε το 1903. Χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στη Μητρόπολη Τραπεζούντος, ενώ στην περίοδο 1907-11 συνέχισε τις σπουδές του στα Πανεπιστήμια Λωζάννης και Λειψίας. Μετά την επάνοδό του διορίσθηκε διευθυντής του περιοδικού «Εκκλησιαστική Αλήθεια» και το 1913 εξελέγη Μητροπολίτης Τραπεζούντος. Κατά τη διάρκεια του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, του ανατέθηκαν διοικητικά καθήκοντα και ανέλαβε πολιτικός διοικητής Τραπεζούντος τόσο από τους Ρώσους, όταν είχαν καταλάβει την περιοχή, όσο και από τους Τούρκους στη συνέχεια. Μετά τη λήξη του πολέμου, σε συνεννόηση με τον Έλληνα πρωθυπουργό Ελ. Βενιζέλο ανέλαβε εθνικές αποστολές, ενώ επικεφαλής επιφανών Ελλήνων του Πόντου υπέβαλε στη Διάσκεψη Ειρήνης και τους Συμμάχους υπομνήματα ζητώντας την οριστική απελευθέρωση του Πόντου από την οθωμανική κυριαρχία. Για τον σκοπό αυτόν επισκέφθηκε το Παρίσι, το Λονδίνο και τη Ρώμη, ενώ ανακήρυξε την αυτονομία του Πόντου. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, διατηρώντας τον τίτλο του Μητροπολίτη Τραπεζούντος. Το 1926 διορίσθηκε αποκρισάριος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Αθήνα και του ανατέθηκαν διάφορες αποστολές για την επίλυση εκκλησιαστικών ζητημάτων στην Αλβανία, τη Συρία κ.α. Το 1938, έπειτα από τον θάνατο του Αρχιεπισκόπου Χρυστοστόμου Παπαδόπουλου, ήταν συνυποψήφιος με τον Μητροπολίτη Κορινθίας Δαμασκηνό για τη διαδοχή του. Στην εκλογή που ακολούθησε, ο Δαμασκηνός έλαβε 31 ψήφους και ο Χρύσανθος 30 ψήφους, αλλά το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την εκλογή επειδή η πλειοψηφία διαμορφώθηκε με την ψήφο ενός μέλους της ιεραρχίας που του είχε προσωρινά αφαιρεθεί το δικαίωμα ψήφου. Η ακύρωση της εκλογής ήταν αποτέλεσμα κυβερνητικής παρέμβασης και κατόπιν αυτού εξελέγη νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών ο Χρύσανθος. Από την άνοδό του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο επέδειξε αξιοσημείωτη διοικητική και πνευματική δραστηριότητα, ιδιαίτερα από την 28η Οκτωβρίου 1940 και έπειτα, με αποκορύφωμα την υπερήφανη στάση που τήρησε την πρώτη ημέρα της Κατοχής. Ωστόσο, ο Δαμασκηνός επέτυχε να οργανώσει την απομάκρυνσή του και στις 2 Ιουλίου 1941, ερήμην του Χρυσάνθου, συγκλήθηκε Μείζων Σύνοδος που τον εκθρόνισε και αποκατέστησε τον Δαμασκηνό. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής ανέπτυξε σημαντική εθνική δράση και μετά την Απελευθέρωση αρνήθηκε να επιδιώξει την επιστροφή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Από το 1938 υπήρξε τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έγραψε πολλές μελέτες και μεταξύ άλλων τα βιβλία: «Το ζήτημα του Ευξείνου Πόντου» 1919, «Η Εκκλησία Τραπεζούντος» 1936, «Οι Γενικοί Κανονισμοί του Οικουμενικού Πατριαρχείου» 1946.
Δ. Κούκουνας
Πηγή:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1830-2016
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2016, Δ΄ Τόμος

ΣΕΡΑΦΕΙΜ (1973-98)



ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΣΕΡΑΦΕΙΜ



Τίκας Σεραφείμ (1913-98). Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Γεννήθηκε στο Αρτεσιανό Καρδίτσας. Μετά τα εγκύκλια μαθήματα προσανατολίσθηκε να υπηρετήσει την Εκκλησία και φοίτησε στην Ιερατική Σχολή Άρτης, όπου παρακολούθησε μαθήματα επί τέσσερα χρόνια. Το 1935 γράφτηκε στο πέμπτο έτος της Εκκλησιαστικής Σχολής Κορίνθου και εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον Μητροπολίτη Δαμασκηνό. Το 1936 εισήλθε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1940. Το 1938 εκάρη μοναχός στη Μονή Πεντέλης και την επόμενη ημέρα χειροτονήθηκε διάκονος και υπηρέτησε στον Ναό Αγίας Τριάδος του Νέου Ηρακλείου. Το 1942, ενώ ήδη εργαζόταν ως γραφέας στην Ιερά Σύνοδο, χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, χειροθετήθηκε αρχιμανδρίτης και τοποθετήθηκε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας του Ναού Αγίου Λουκά Πατησίων. Τον Σεπτέμβριο του 1943 μυήθηκε στον ΕΔΕΣ και για τη δράση του στην Εθνική Αντίσταση αργότερα τιμήθηκε με χρυσό αριστείο ανδρείας, πολεμικό σταυρό α΄ τάξεως, μετάλλιο εξαιρέτων πράξεων και αναμνηστικό μετάλλιο Εθνικής Αντιστάσεως. Στις 6 Σεπτεμβρίου 1949 εξελέγη Μητροπολίτης Άρτης, όπου ανέπτυξε μεγάλη φιλανθρωπική δράση, ιδρύοντας οικοτροφείο απόρων μαθητών, ορφανοτροφεία, γηροκομείο κ.ά. Στις 11 Μαρτίου 1958 μετατέθηκε στη Μητρόπολη Ιωαννίνων, επί κεφαλής της οποίας παρέμεινε για 16 χρόνια μέχρι τον Ιανουάριο 1974. Ως Μητροπολίτης Ιωαννίνων είχε αναπτύξει πολυσχιδή δράση, μεριμνώντας μεταξύ άλλων για τη λειτουργία της Ζωσιμαίας Σχολής και της Ζωσιμαίας Βιβλιοθήκης, την επανακυκλοφορία των «Ηπειρωτικών Χρονικών» κ.ά., ενώ σημαντική ήταν η συμβολή του στην ίδρυση του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και της εκεί πανεπιστημιούπολης. Στις 25 Νοεμβρίου 1973, όταν ανατράπηκαν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος και η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, κλήθηκε για να ορκίσει τον νέο Πρόεδρο Δημοκρατίας και την κυβέρνηση (συνολικά όρκισε μέχρι το τέλος της ζωής του έξι Προέδρους Δημοκρατίας, οκτώ πρωθυπουργούς και απειράριθμους υπουργούς). Αυτό έδωσε αφορμή στον τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Ιερώνυμο για να υποβάλει εκ νέου την παραίτησή του και στην αρχιεπισκοπική εκλογή που ακολούθησε, στις 13 Ιανουαρίου 1974, ο Σεραφείμ Τίκας εξελέγη νέος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Το 1977 επεδίωξε και ψηφίσθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων ο νέος Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας, που επέτυχε την κατάργηση του θεσμού του κυβερνητικού επιτρόπου, την κατάργηση του τριπροσώπου στην εκλογή Μητροπολιτών και κυρίως τη συνταγματική κατοχύρωση των ιερών κανόνων. Παραχώρησε τμήματα από την Αρχιεπισκοπή Αθηνών για την ίδρυση τεσσάρων νέων αυτοτελών Μητροπόλεων, ενώ επί των ημερών του η Ιεραρχία ανανεώθηκε σημαντικά με την εκλογή 57 Ιεραρχών. Για πολλά χρόνια ήταν πρόεδρος της Κεντρικής Επιτροπής Βορειοηπειρωτικού Αγώνος (ΚΕΒΑ). Είχε μεταξύ άλλων τιμηθεί με την ανάδειξή του ως επίτιμου διδάκτορα πολλών πανεπιστημίων και το 1997, για τα εξήντα χρόνια υπηρεσιών του στην Εκκλησία της Ελλάδος του απονεμήθηκε ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος Τιμής. Απεβίωσε στις 10 Απριλίου 1998, ύστερα από μακρά νεφρική ασθένεια.

Δ. Κούκουνας
Πηγή:
ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΤΟΥ ΝΕΩΤΕΡΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ 1830-2016
ΑΡΧΕΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΒΙΟΓΡΑΦΙΑΣ
Εκδόσεις Historia, Αθήνα 2016, Δ΄ Τόμος